-
1 πολύζυγο(ν)
το спорт, шведская стенка -
2 πολύζυγο(ν)
το спорт, шведская стенка
См. также в других словарях:
πολύζυγο — το γυμναστικό όργανο που έχει παράλληλους ζυγούς (ραβδιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… … Dictionary of Greek